Home

Maria A. Ioannou is an awarded writer, writer-performer, creative writing tutor and festival organizer (SARDAM interdisciplinary literature festival) based in Cyprus (PhD Creative Writing, University of Winchester / MA 20th-century Literature, King’s College London / BA English Literature, University of Reading). In 2019, she received the Vice-Chancellor’s Excellence in Research Award. She has published three short fiction collections and a fairytale in Greece (Emerging Writer National Literature Award 2012 for her short story collection The Gigantic Fall of an Eyelash – Gavrielides Publishing / shortlisted for the 2016 Young Writer Award by the Greek magazine Klepsydra for her short story collection Cauldron – Nefeli Publishing / shortlisted for Hartis Awards 2022 and Public Book Awards 2023 and winner of the Short Story / Novella National Literature Award 2022 for her flash fiction collection Inbetweens – Nefeli Publishing). Her short fictions “Pillars” and “This could be a story about people” were nominated for Best Small Fictions 2021 and Best of the Net 2023 and her work has been published in SAND, The Hong Kong Review, Milk Candy Review, Tiny Molecules, The Cabinet of Heed, Asymptote, Litro, The Daily Drunk, FlashFlood 2021, and elsewhere.

Books of short fiction

More info in GR:

www.kazaninefeli.wordpress.com (2015)

www.vlef.wordpress.com (2011)

…………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

literary performances

& other projects

More info in ENG:

https://mariajoannoushortstories.wordpress.com/mixed-media-projects/

…………………………………………………………………………….

PhD in Creative Writing (2015-2020)

OBjESSIONS

a short fiction collection focusing on objects and objectifications, with a critical commentary on the depiction of objects and objectifications in contemporary short fiction, in relation to aspects of Martin Heidegger’s and Maurice Merleau-Ponty’s phenomenology

an Object-oriented Approach to Creative Writing

Research interests: creative writing, (short) fiction, objects, interdisciplinary approaches to literature, phenomenology, OOO (object-oriented ontology), experimental writing, hybrid-genre writing, magical realism, surrealism.

…………………………………………………………………………….

More info in ENG:

www.sardamcy.wordpress.com

…………………………………………………………………………….

Creative Writing workshops

More info:

ioannou.mari@gmail.com

Facebook page: Εργαστήρια Δημιουργικής Γραφής – Creative Writing Workshops

M. Ioannou’s narrative proceeds with honesty, dexterity, balance, imagination and depth. Her writing style, which is mature, condensed, elliptical, signifying, mournful (as it fully engages the psychosomatic relations particular to her generation), delves into past and present with personal, political and social allusions.

(Thanos Stathopoulos, newspaper Kathimerini)

Short fictions in ENG, GR and the Cypriot dialect below:

ENG

THIS COULD BE A STORY ABOUT PEOPLE

(*nominated by Milk Candy Review to be included in Best of the Net)

PILLARS

(*nominated by SAND journal to be included in Best Small Fictions)

SAND, p. 10 – 13

https://issuu.com/sandjournal/docs/sand_20_web_version_pages

LOVE BIRDS

Love Birds – Maria A. Ioannou – The Cabinet of Heed

BIRDS OF PREY

eight — Tiny Molecules

MOVE TO THE NEXT LEVEL

Move to the next level (dailydrunkmag.com)

ELECTRA

Electra – Litro Magazine

…………………………………………………………………………………………………………………………..

Two short fictions included in Maria A. Ioannou’s first short fiction collection (Η ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΑ ΠΤΩΣΗ ΜΙΑΣ ΒΛΕΦΑΡΙΔΑΣ, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2011)

GR

ΕΙΣΑΓΩΓΗ 

βιβλιοσυζήτηση

Ο Μπέκετ και τα Άπαντά του με ενοχλούν αφάνταστα.

Τα βράδια δε μ’ αφήνουν να κλείσω μάτι. Στήνουν γλέντια, στριφογυρίζουν μεθυσμένοι και επαναληπτικοί πάνω στα ράφια και περιμένουν τον Γκοντό να γλεντήσει μαζί τους. Περιμένοντας τον φτιάχνουν βουνά από σκόνη και μας θάβουν όλους μέσα για να μην τους ενοχλούμε με τα παράπονά μας. Η Beloved άλλως Αγαπημένη της Τόνι Μόρισον περιφέρεται στον χώρο σαν φάντασμα μπας και τους στοιχειώσει και μετακομίσουν σε κανένα άλλο ράφι, μα αυτοί το χαβά τους. «Μην κλαις, Αγαπημένη», της λέω. «Κάποια στιγμή κάποιος θ’ ακούσει και τη δική σου  ιστορία…».

Κάποτε ο Μπέκετ και η παρέα του ντύνουν τον Ιονέσκο Θεό και σκαν στα γέλια. «Δε σου πάει ο Θεός!», φωνάζουν. Κάπου εκεί μπαίνει και στη συζήτηση ο Σαρτρ με τη Θεωρία των Συναισθημάτων αλλά προκαλεί την αντίδραση της Αγαπημένης που ξεχειλίζει από συναίσθημα, αφήνοντας το κλάμα της να επισκιάσει την οποιαδήποτε θεωρία. «Πάλι κλαίει αυτή;», ρωτά ο Σαρτρ εμφανώς ενοχλημένος. «Ποιον περιμένουμε;», ρωτά το Στόμα. «El Diablo!», απαντά ο Ιταλός και ξεκινώντας να τους περιγράφει τους κύκλους της Κόλασης ρίχνει ένα μαύρο πέπλο στη διάθεση της βραδιάς. «Σκάστε επιτέλους!», ουρλιάζει ένα ξεχασμένο βιβλίο από κάποιο γειτονικό ράφι. «Εσύ να σκάσεις που δε σε ξέρει ούτε η μάνα σου!», φωνάζουν όλοι μαζί βρίσκοντας και πάλι το χαμόγελό τους.

Εγώ συνήθως δε μιλώ. Έμαθα να απολαμβάνω τις νύχτες αϋπνίας που μου προσφέρει το πάρτι τους. Μ’ αρέσει να ακούω πόσο διασκεδάζουν μιλώντας για φιλοσοφία και λογοτεχνία, ισοπεδώνοντας τα πάντα μα ταυτόχρονα ανοίγοντας νέους ορίζοντες. Τους θαυμάζω γι αυτό. Δεν τους ζηλεύω. Δε θέλω να γίνω κι εγώ όπως ο Οθέλλος του Σαίξπηρ, που τον κατέστρεψε η ζήλια του, ούτε όπως ο Σαίξπηρ, που τον  τρέλανε το πολύ όπιο. Έτσι κι αλλιώς αυτός δε μιλά σε κανέναν. Έχει κλειστεί σ’ εκείνη την τεραστίων διαστάσεων τιμητική του έκδοση με τις σχεδόν διάφανες σελίδες και δεν κάνει απολύτως τίποτα. Ούτε καν στους χαρακτήρες του δε μιλά πια. «Εγώ δε θέλω δηλητήριο», μου είπε μια φορά. «Το δηλητήριό μου είναι το ότι με διαβάζουν πια ακόμα και στην τουαλέτα. Εγώ δεν έγραψα τον Βασιλιά Ληρ για να σκουπίζει κάποιος τον κώλο του με αυτό!», μου λέει. Νομίζω πως υπερβάλλει. Άδικα προσπαθεί να τον διασκεδάσει ο Πάολο Κοέλο με τις δικές του αναλύσεις. «Εγώ τι να πω ρε αιωνόβιε! Εμένα έχουν κάνει αυτά που γράφω Βίβλο κι ούτε εγώ ο ίδιος δεν τα πιστεύω πια!».

Γενικότερα έχω προσέξει κάτι πολύ περίεργο να γίνεται στα ράφια τον τελευταίο καιρό. Όλοι μοιάζουν να περνούν μια φάση κατάθλιψης. Αν υπήρχαν ψυχολόγοι για βιβλία θα στοίχιζαν σίγουρα μια περιουσία αφού δεν πρέπει μόνο να γιατρέψουν τους συγγραφείς αλλά και τους χαρακτήρες τους.

Τα ελληνικά βιβλία της βιβλιοθήκης έχουν τακτοποιηθεί σε ένα δικό τους ράφι παντρεύοντας τους χαρακτήρες τους και μιλώντας τις περισσότερες φορές για τον Καβάφη, τον Σεφέρη και όλους τους μεγάλους ποιητές. Προχθές η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη παντρεύτηκε με συνοικέσιο τον Καπετάν Μιχάλη του Καζαντζάκη. Τώρα μένουν μαζί στο ράφι, δίπλα δίπλα. Χειρότερος γάμος δεν μπορούσε να γίνει – καταδικασμένος είναι να αποτύχει κι αυτός όπως κι οι περισσότεροι. «Μα είναι δυνατόν!», αντέδρασε η Κερένια Κούκλα του Χρηστομάνου με τις δασείες και τις περισπωμένες. Σε μια γωνιά η μικρή Κασσάνδρα της Μαργαρίτας Καραπάνου παρακολουθούσε το γλέντι του τέλειου γάμου, γνωρίζοντας καταβάθος, πως ο δικός της Λύκος παραμόνευε να ξεσκίσει τις σελίδες ολωνών, μαζί και τις δικές της.

«Το νου σας!», φώναξαν ο Σωκράτης και ο Αριστοτέλης. Κάποιοι τους άκουσαν και κάποιοι όχι. ‘Άλλωστε τα μεγάλα λόγια των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων απλά τους θύμιζαν την θλιβερή τους κατάντια. «Πώς φτάσαμε ως εδώ ρε Πλάτωνα; Στ’ αλήθεια δε με λυπεί το ότι ο κόσμος δε θα έχει λεφτά για να αγοράζει. Με ενοχλεί που δε θα χει λεφτά για να διαβάζει και δεν υπάρχει χειρότερο κακό από αυτό!». Αυτά τα λέει ένα βιβλίο που πάντα κρύβει τον τίτλο του – δε μ’ έχει αφήσει να το γνωρίσω – ακούω μόνο τις συνομιλίες του από μακριά, μαθαίνοντας πολλά απ’ τη μετριοπάθειά του. «Μη φοβάστε αδέρφια!», φωνάζουν τα κυπριακά βιβλία από απέναντι. «Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε!». Εκείνη είναι και η ώρα που ο Κάφκα ξυπνά και μεταμορφώνεται σε κατσαρίδα. «Εσείς είσαστε αόρατοι, τι μιλάτε;», τους φωνάζει. Τα κυπριακά βιβλία δυσκολεύονται να κατανοήσουν την αλληγορία του. «Εμείς αόρατοι;», ρωτούν το ένα το άλλο. «Εμείς, ΕΜΕΙΣ αόρατοι;». Μετά ξεχνούν τα πάντα συνεχίζοντας να αναλύουν και να αναμασούν το παρελθόν.

«Φάτε τη σκόνη μου!», ξεπετάγεται από το πουθενά ένας από τους Βρικόλακες της Μέιερ. «Φάτε και τη δική μας σκόνηηηηη!», τον ακολουθούν περπατώντας με νάζι διάφορες ηρωίδες ερωτευμένες, πόρνες και παθιασμένες. «Ελάτε να σας μάθω πώς βρίσκει κανείς την ευτυχία!», συμπληρώνει ένα μπεστ σέλερ αυτοβελτίωσης. «Ελάτε να σας σώσω τον ήδη καταδικασμένο σας γάμο!», συνεχίζει ένα άλλο.

«Εσύ γιατί δε μιλάς;», ρωτά τον Ντοστογιέβσκι η Συλβια Πλαθ.  «Αυτοί μας έχουν φάει λάχανο! Κάτι πρέπει να κάνουμε! Πεθαίνουμεεεε εδώ μέσα, δεν το καταλαβαίνεις;».

Τη βλέπω να φτιάχνει πρόγευμα για τον Petit Prince και τα παραμύθια της βιβλιοθήκης. Μετά τη βλέπω να χώνει το κεφάλι της μέσα σε ένα βιβλίο φωτογραφίας. Η φωτογραφία που επιλέγει φαίνεται ξεκάθαρα. Ένας μεγάλος φούρνος ζεματιστός.

«Τι πας να κάνεις;», φωνάζω από μακριά για να τη σταματήσω. Γυρίζει για μια στιγμή και με κοιτάζει. Οι σελίδες της έχουν αρχίσει να σιγοκαίνε.

«Εσύ ποιος είσαι;», με ρωτά.

Τα χείλη μου παραλύουν. Χώνει και πάλι το κεφάλι της στην πυρά, σαν μάγισσα.

Από μακριά ο Εστραγκόν του Μπέκετ ρωτά με αφέλεια: «Πάλι αυτοκτόνησε αυτή;».

«Ναι…», του λέω διστακτικά. «Έχωσε το κεφάλι της μέσα σ’ ένα φούρνο».

«Εσύ ποιος είσαι;», με ρωτά.

Χάσκω. Δε μιλώ.

Ο ΚΑΝΕΝΑΣ!, ψιθυρίζει στο αφτί μου η Αγαπημένη.

«Ο… κανένας…», του απαντώ.

ΣΕΛΟΦΑΝ

Εγώ κι ο μπαμπάς τυλιγμένος σε σελοφάν μιλούμε τα βράδια.

Όταν κοιμάται η μαμά ανοίγω το ερμάρι του ξενώνα. Του δείχνω τα καινούργια μου παιχνίδια, το μεγάλο τρακτέρ με το τηλεχειριστήριο και το αρκουδάκι που γράφει grandson κι αυτός μουντζουρώνει το σελοφάν με την ανάσα του και μου σχηματίζει καρδιές με τη μύτη. Προσπαθώ να τον πλησιάσω και να τον φιλήσω σαν Εσκιμώος μα δεν φτάνω και τα σχέδια στο σελοφάν σβήνουν γρήγορα, δεν έχει χώρο για περισσότερα. Στέκεται σαν μούμια Τουταγχαμών ακίνητος μέσα στο ξύλο. «Aυτό μου θυμίζει τις κάσες που κρατούν καλά κλειστούς τους πεθαμένους. Οι ζωντανοί δεν αντέχουν τους πεθαμένους», έλεγε η γιαγιά. Οι ζωντανοί φοβούνται τους πεθαμένους γι αυτό και τους κλείνουν σε κουτιά για να μην ξυπνήσουν και πάρουν εκδίκηση σαν βρικόλακες! Αυτό το λέω εγώ.

… / Η μαμά δεν μιλάει πολύ / Έκαψα το χαλί με τον αναπτήρα σου / Συγγνώμη μπαμπά / Δε ζεσταίνεσαι εκεί μέσα; / Γιατί δε μιλάς; / Μπορείς να με τυλίξεις κι εμένα με το σελοφάν από το κατάστημα DIY; / Σ’ αγαπώ μπαμπά / Η μαμά σήμερα μου είπε να σκάσω! / Ναι. Θα ‘μαι καλό παιδί / Ναι. Υπόσχομαι! / Παράτα με!, μου είπε / Κι εγώ μπαμπά… / Πεινάς; Έχει κοτόπουλο / Καληνύχτα… / Θα μιλήσεις κι άλλο αύριο; / Δεν έχω φίλους! Εσύ; / …

Περνώ αρκετές ώρες μέσα στο ντουλάπι μαζί του. Χαϊδεύω το σελοφάν του. Το καταλαβαίνει όταν τον αγγίζω, είμαι σίγουρος. Βλέπω σταγόνες στο σελοφάν. Μάλλον ιδρώνει απ’ τη χαρά του. Αν δεν μ’ είχε κι εμένα θα βαριόταν μες το σκοτάδι. Μου λέει πως ακόμη ακούει τον ήχο απ’ τις ρόδες.

Χρρρρρρρρρρρρρρρ

Δεν πρέπει όμως να μιλώ γι αυτό.

Θέλω να πω στη μαμά πως ο μπαμπάς δεν έφυγε, πως πρέπει να σταματήσει να κλαίει τα βράδια και να μου φωνάζει, γιατί ο μπαμπάς είναι ακόμη εδώ, μαζί μας, και πως εγώ του μιλώ και τον ρωτώ κι αυτός μου απαντά. Θέλω πολύ να της πω πως μου είπε πως υπάρχουν δισεκατομμύρια αστέρια στον ουρανό και πως μπορώ να γίνω ακόμη κι αστροναύτης αν το θελήσω (ακόμη κι αν έχω μυωπία) και πως δεν πρέπει να ακούω ποτέ τους άλλους γιατί απλά θα γίνω αυτό που θέλουν αυτοί και πως η λέξη «πούστης» σημαίνει πολλά πράγματα και πως το λεξικό λέει, αν κοιτάξω καλά, πως η λέξη χρησιμοποιείται: «(σε ένδειξη θαυμασμού) για κάποιον που κατάφερε κάτι αξιοθαύμαστο». Θέλω να της πω επίσης πως το ότι ανακάλυψα τον μπαμπά τυλιγμένο σε σελοφάν μέσα στο ντουλάπι είναι πράγματι «αξιοθαύμαστο» γιατί αν δεν ήμουν εγώ θα πέθαινε από την πείνα, τη δίψα, τη μοναξιά, τον σκόρο και χιλιάδες άλλους μικροοργανισμούς.

Χθες το βράδυ, ο μπαμπάς κι εγώ μιλούσαμε ώρες ολόκληρες.  Τον ρώτησα αν ήθελε να βγάλω το σελοφάν από πάνω του ώστε να μπορέσει να κουνηθεί. Δε μου απάντησε.

Σήμερα το πρωί βρήκα τον μπαμπά έξω, πεταμένο στο μεγάλο κάδο που γράφει SKIP. Ήταν ακόμη σε σελοφάν, με το ένα χέρι να εξέχει.

Φώναξα «Ααααααααααααααα» κι άρχισα να κλαίω δυνατά.

Η μαμά με τράβηξε  με δύναμη.

«Ένα κουστούμι είναι να πάρει ο διάολος! Ένα κουστούμι…»  μου είπε και κλείστηκε στην τουαλέτα.

…………………………………………………………………………………………………………………………..

Εxcerpt from Maria A. Ioannou’s second short fiction collection (ΚΑΖΑΝΙ, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2015)

GR

http://fairead.net/files/NEFELI/apospasmata/pagesFrom-ioannou-kazani.pdf

…………………………………………………………………………………………………………………………..

CELLOPHANE (*Asymptote journal **translated from Greek into English)

ENG

https://www.asymptotejournal.com/blog/by/maria-a-ioannou/

CANNON (*Tint journal)

ENG

https://www.tintjournal.com/fiction/short-story/225-cannon

ΤΟ ΤΤΟΜΟΥΙ (*Χρόνος / Chronos magazine)

Cypriot dialect

https://chronos.fairead.net/ioannou-ttomoui

ΚΑΛΟΤΖΑΙΡΙ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ (*Bonsai Stories)

Cypriot dialect

https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2020/10/06/maria-ioannou-kalotzairi-sto-chorio

Αποποιούμενη τον κλασικό τρόπο γραφής, σε μια συνέχεια αναζητήσεων μετά το πρώτο της βιβλίο που κατέληξε το 2011 στο Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα, η Μαρία Α. Ιωάννου έκανε ακόμη ένα άλμα προς τα εμπρός. Δεν ακολουθεί την πεπατημένη οδό ούτε και σε αυτό το βιβλίο της, αλλά με ωριμότητα, φαντασία, επιδέξια χρήση της ελληνικής γλώσσας και ευρηματικότητα τοποθετεί τον αναγνώστη σε σημεία που δεν τα βάζει ο νους.

(Αίγλη Τούμπα, εφημερίδα Πολίτης)

Γράψε σαν χαμαιλέοντας